πριμιτιβιστής

πριμιτιβιστής
ο
1. οπαδός του πριμιτιβισμού.
2. καλλιτέχνης της τεχνοτροπίας του πριμιτιβισμού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πριμιτιβιστής — ο, Ν βλ. πριμιτίφ …   Dictionary of Greek

  • πριμιτίφ — και πριμιτιβιστής, ο, Ν άκλ. χαρακτηρισμός αποδιδόμενος σε Ιταλούς ζωγράφους τού 14ου και 15ου αιώνα και, κατ επέκταση, σε άλλους Ευρωπαίους προαναγεννησιακούς ζωγράφους τού τέλους τού Μεσαίωνα καθώς και σε σημερινούς αυτοδίδακτους καλλιτέχνες,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”